απότμησις

απότμησις
(-εως) η см. αποκοπή

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "απότμησις" в других словарях:

  • απότμησις — ἀπότμησις, η (Α) ἀποτομή, αποκοπή …   Dictionary of Greek

  • ἀπότμησις — cutting off fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτμήσει — ἀπότμησις cutting off fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποτμήσεϊ , ἀπότμησις cutting off fem dat sg (epic) ἀπότμησις cutting off fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτμήσεις — ἀπότμησις cutting off fem nom/voc pl (attic epic) ἀπότμησις cutting off fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπότμησιν — ἀπότμησις cutting off fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»